ινιακός

ινιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο: Ινιακή χώρα. – Ινιακό οστό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ινιακός — ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο, δηλ. στο πίσω κάτω μέρος τού κρανίου 2. φρ. «ινιακό οστό» άζυγο μεσαίο οστό που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. occipital < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”